- δεκάζει
- δεκάζωbribepres ind mp 2nd sgδεκάζωbribepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκαστής — ο θηλ. ρια αυτός που δεκάζει, δωροδοκεί, εξαγοράζει συνειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)